προηχώ

προηχώ
-έω, Α [ἠχῶ]
1. ενεργώ ώστε να ηχήσει κάτι εκ τών προτέρων
2. μτφ. φανερώνω κάτι πρωτύτερα («ἡ τοιαύτη ἰδέα τῶν προοιμίων εὐγένειαν προήχει τῶν λόγων», Φιλόστρ.)
3. ηχώ προηγουμένως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”